Definify.com
Definition 2024
σερβιρίστηκα
σερβιρίστηκα
Greek
Verb
σερβιρίστηκα • (servirístika)
- first-person singular simple past of σερβίρομαι (servíromai)
- first-person singular simple past of σερβιρίζομαι (servirízomai)
σερβιρίστηκα • (servirístika)