Definify.com
Definition 2024
σηκωμάρες
σηκωμάρες
Greek
Noun
σηκωμάρες • (sikomáres) f
- Nominative plural form of σηκωμάρα (sikomára).
- Accusative plural form of σηκωμάρα (sikomára).
- Vocative plural form of σηκωμάρα (sikomára).
σηκωμάρες • (sikomáres) f