Definify.com
Definition 2024
σημείωσις
σημείωσις
Ancient Greek
Noun
σημείωσῐς • (sēmeíōsis) f (genitive σημειώσῐος or σημειώσεως); third declension
Declension
Case / # | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Nominative | ἡ σημείωσῐς | τὼ σημειώσει / σημειώσεε | αἱ σημειώσεις / σημείωσεες | ||||||||||
Genitive | τῆς σημειώσεως | τοῖν σημειωσέοιν | τῶν σημειώσεων | ||||||||||
Dative | τῇ σημειώσει / σημειώσεῐ̈ | τοῖν σημειωσέοιν | ταῖς σημειώσεσῐ(ν) | ||||||||||
Accusative | τὴν σημείωσῐν | τὼ σημειώσει / σημειώσεε | τᾱ̀ς σημειώσεις | ||||||||||
Vocative | σημείωσῐ | σημειώσει / σημειώσεε | σημειώσεις / σημείωσεες | ||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
References
- σημείωσις in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «σημείωσις» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette