Definify.com
Definition 2024
σιδεράς
σιδεράς
Greek
Noun
σιδεράς • (siderás) m (plural σιδεράδες)
Declension
declension of σιδεράς
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σιδεράς | σιδεράδες |
genitive | σιδερά | σιδεράδων |
accusative | σιδερά | σιδεράδες |
vocative | σιδερά | σιδεράδες |
Synonyms
- σιδηρουργός m (sidirourgós)
Related terms
- see: σίδερο n (sídero, “iron”)