Definify.com
Definition 2024
σιδηροπωλείο
σιδηροπωλείο
Greek
Noun
σιδηροπωλείο • (sidiropoleío) n (plural σιδηροπωλεία)
Declension
declension of σιδηροπωλείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σιδηροπωλείο | σιδηροπωλεία |
genitive | σιδηροπωλείου | σιδηροπωλείων |
accusative | σιδηροπωλείο | σιδηροπωλεία |
vocative | σιδηροπωλείο | σιδηροπωλεία |