Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σιρόπι
σιρόπι
Greek
Alternative forms
σορόπι
(
sorópi
)
Noun
σιρόπι
•
(
sirópi
)
n
(
plural
σιρόπια
)
syrup
σιρόπι
σφενδάμου
(
maple syrup
)
Declension
declension of
σιρόπι
singular
plural
nominative
σιρόπι
σιρόπια
genitive
σιροπιού
σιροπιών
accusative
σιρόπι
σιρόπια
vocative
σιρόπι
σιρόπια
Etymology
From
Italian
sciroppo
(
“
syrup
”
)
Similar Results