Definify.com
Definition 2024
σιωπητικός
σιωπητικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /siopitikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /siopitikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /siopitikós/
Adjective
σιωπητικός • (siōpētikós) m (feminine σιωπητική, neuter σιωπητικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of σιωπητικός, σιωπητική, σιωπητικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | σιωπητικός | σιωπητική | σιωπητικόν | σιωπητικώ | σιωπητικᾱ́ | σιωπητικώ | σιωπητικοί | σιωπητικαί | σιωπητικᾰ́ | |||
Genitive | σιωπητικοῦ | σιωπητικῆς | σιωπητικοῦ | σιωπητικοῖν | σιωπητικαῖν | σιωπητικοῖν | σιωπητικῶν | σιωπητικῶν | σιωπητικῶν | |||
Dative | σιωπητικῷ | σιωπητικῇ | σιωπητικῷ | σιωπητικοῖν | σιωπητικαῖν | σιωπητικοῖν | σιωπητικοῖς | σιωπητικαῖς | σιωπητικοῖς | |||
Accusative | σιωπητικόν | σιωπητικήν | σιωπητικόν | σιωπητικώ | σιωπητικᾱ́ | σιωπητικώ | σιωπητικούς | σιωπητικᾱ́ς | σιωπητικᾰ́ | |||
Vocative | σιωπητικέ | σιωπητική | σιωπητικόν | σιωπητικώ | σιωπητικᾱ́ | σιωπητικώ | σιωπητικοί | σιωπητικαί | σιωπητικᾰ́ | |||
References
- LSJ 8th edition