Definify.com
Definition 2024
σκαλωσιά
σκαλωσιά
Greek
Noun
σκαλωσιά • (skalosiá) f (plural σκαλωσιές)
Declension
declension of σκαλωσιά
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκαλωσιά | σκαλωσιές |
genitive | σκαλωσιάς | σκαλωσιών |
accusative | σκαλωσιά | σκαλωσιές |
vocative | σκαλωσιά | σκαλωσιές |