Definify.com
Definition 2024
σκατούλες
σκατούλες
Greek
Noun
σκατούλες • (skatoúles) f
- Nominative plural form of σκατούλα (skatoúla).
- Accusative plural form of σκατούλα (skatoúla).
- Vocative plural form of σκατούλα (skatoúla).
σκατούλες • (skatoúles) f