Definify.com
Definition 2024
σκηνοθέτρια
σκηνοθέτρια
Greek
Noun
σκηνοθέτρια • (skinothétria) f (plural σκηνοθέτες, masculine σκηνοθέτης)
- (theater, television, film) director
Declension
declension of σκηνοθέτρια
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκηνοθέτρια | σκηνοθέτριες |
genitive | σκηνοθέτριας | σκηνοθετριών |
accusative | σκηνοθέτρια | σκηνοθέτριες |
vocative | σκηνοθέτρια | σκηνοθέτριες |