Definify.com
Definition 2024
σκλαβοπάζαρο
σκλαβοπάζαρο
Greek
Noun
σκλαβοπάζαρο • (sklavopázaro) n (plural σκλαβοπάζαρα)
Declension
declension of σκλαβοπάζαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκλαβοπάζαρο | σκλαβοπάζαρα |
genitive | σκλαβοπάζαρου | σκλαβοπάζαρων |
accusative | σκλαβοπάζαρο | σκλαβοπάζαρα |
vocative | σκλαβοπάζαρο | σκλαβοπάζαρα |
Related terms
- see: σκλάβος m (sklávos, “male slave”)
External links
- Δουλεία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el