Definify.com

Definition 2024


σκοινί

σκοινί

See also: σκίνοι

Greek

Noun

σκοινί (skoiní) f (plural σκοινιά)

  1. Alternative form of σχοινί (schoiní)

Declension

Related terms

  • σκοινάκι (skoináki)
  • σκοινί κορδόνι (skoiní kordóni)
  • του σκοινιού και του παλουκιού (tou skoinioú kai tou paloukioú)