Definify.com
Definition 2024
σλοβενική
σλοβενική
Greek
Adjective
σλοβενική • (slovenikí)
- Nominative feminine singular form of σλοβενικός (slovenikós).
- Accusative feminine singular form of σλοβενικός (slovenikós).
- Vocative feminine singular form of σλοβενικός (slovenikós).