Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σμάλτο
σμάλτο
Greek
Noun
σμάλτο
•
(
smálto
)
n
(
plural
σμάλτα
)
enamel
(fused ceramic coating)
(
anatomy
)
tooth
enamel
Declension
declension of
σμάλτο
singular
plural
nominative
σμάλτο
σμάλτα
genitive
σμάλτου
σμάλτων
accusative
σμάλτο
σμάλτα
vocative
σμάλτο
σμάλτα
Similar Results