Definify.com
Definition 2024
σμέουρο
σμέουρο
Greek
Noun
σμέουρο • (sméouro) n (plural σμέουρα)
- (colloquial) raspberry
Declension
declension of σμέουρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σμέουρο | σμέουρα |
genitive | σμέουρου | σμέουρων |
accusative | σμέουρο | σμέουρα |
vocative | σμέουρο | σμέουρα |
Synonyms
- φραμπουάζ n (frampouáz)
- νιάουρο n (niáouro)
Related terms
- σμεουριά f (smeouriá, “raspberry plant”)