Definify.com
Definition 2024
σμαράγδι
σμαράγδι
See also: Σμαράγδα
Greek
Noun
σμαράγδι • (smarágdi) n (plural σμαράγδια)
Declension
declension of σμαράγδι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σμαράγδι | σμαράγδια |
genitive | σμαραγδιού | σμαραγδιών |
accusative | σμαράγδι | σμαράγδια |
vocative | σμαράγδι | σμαράγδια |
External links
- σμαράγδι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el