Definify.com
Definition 2024
σοσιαλιστικοί
σοσιαλιστικοί
Greek
Adjective
σοσιαλιστικοί • (sosialistikoí)
- Nominative masculine plural form of σοσιαλιστικός (sosialistikós).
- Vocative masculine plural form of σοσιαλιστικός (sosialistikós).
σοσιαλιστικοί • (sosialistikoí)