Definify.com
Definition 2024
σπαστικός
σπαστικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /spastikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /spastikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /spastikós/
Adjective
σπαστικός • (spastikós) m (feminine σπαστική, neuter σπαστικόν); first/second declension
- drawing in, absorbing
Inflection
First and second declension of σπαστικός, σπαστική, σπαστικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | σπαστικός | σπαστική | σπαστικόν | σπαστικώ | σπαστικᾱ́ | σπαστικώ | σπαστικοί | σπαστικαί | σπαστικᾰ́ | |||
Genitive | σπαστικοῦ | σπαστικῆς | σπαστικοῦ | σπαστικοῖν | σπαστικαῖν | σπαστικοῖν | σπαστικῶν | σπαστικῶν | σπαστικῶν | |||
Dative | σπαστικῷ | σπαστικῇ | σπαστικῷ | σπαστικοῖν | σπαστικαῖν | σπαστικοῖν | σπαστικοῖς | σπαστικαῖς | σπαστικοῖς | |||
Accusative | σπαστικόν | σπαστικήν | σπαστικόν | σπαστικώ | σπαστικᾱ́ | σπαστικώ | σπαστικούς | σπαστικᾱ́ς | σπαστικᾰ́ | |||
Vocative | σπαστικέ | σπαστική | σπαστικόν | σπαστικώ | σπαστικᾱ́ | σπαστικώ | σπαστικοί | σπαστικαί | σπαστικᾰ́ | |||
Related terms
- σπασμός (spasmós)
References
- σπαστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «σπαστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette