Definify.com
Definition 2024
σπερματοζωάριο
σπερματοζωάριο
Greek
Noun
σπερματοζωάριο • (spermatozoário) n (plural σπερματοζωάρια)
- (biology) spermatozoon, a single sperm cell.
Declension
declension of σπερματοζωάριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπερματοζωάριο | σπερματοζωάρια |
genitive | σπερματοζωάριου / σπερματοζωαρίου | σπερματοζωάριων / σπερματοζωαρίων |
accusative | σπερματοζωάριο | σπερματοζωάρια |
vocative | σπερματοζωάριο | σπερματοζωάρια |
Related terms
- σπέρμα n (spérma, “semen, sperm”)
External links
- σπερματοζωάριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el