Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
σπηλαιολογίας
σπηλαιολογίας
Greek
Noun
σπηλαιολογίας
•
(
spilaiologías
)
f
Genitive
singular
form of
σπηλαιολογία
(
spilaiología
)
.
Similar Results