Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2024
σπηλαιολόγε
σπηλαιολόγε
Greek
Noun
σπηλαιολόγε
•
(
spilaiológe
)
m
Vocative
singular
form of
σπηλαιολόγος
(
spilaiológos
)
.
Similar Results