Definify.com

Definition 2024


σπηλαιολόγοι

σπηλαιολόγοι

Greek

Noun

σπηλαιολόγοι (spilaiológoi) m

  1. Nominative plural form of σπηλαιολόγος (spilaiológos).
  2. Vocative plural form of σπηλαιολόγος (spilaiológos).