Definify.com
Definition 2024
σπιρτόκουτο
σπιρτόκουτο
Greek
Noun
σπιρτόκουτο • (spirtókouto) n (plural σπιρτόκουτα)
Declension
declension of σπιρτόκουτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπιρτόκουτο | σπιρτόκουτα |
genitive | σπιρτόκουτου | σπιρτόκουτων |
accusative | σπιρτόκουτο | σπιρτόκουτα |
vocative | σπιρτόκουτο | σπιρτόκουτα |
Related terms
- σπίρτο n (spírto, “matchbox”)