Definify.com
Definition 2024
σπιτοσπουργίτι
σπιτοσπουργίτι
Greek
Noun
σπιτοσπουργίτι • (spitospourgíti) m (plural σπιτοσπουργίτια)
Declension
declension of σπιτοσπουργίτι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπιτοσπουργίτι | σπιτοσπουργίτια |
genitive | σπιτοσπουργιτίου | σπιτοσπουργιτίων |
accusative | σπιτοσπουργίτι | σπιτοσπουργίτια |
vocative | σπιτοσπουργίτι | σπιτοσπουργίτια |
Related terms
- σπουργίτης m (spourgítis, “sparrow”)
External links
- Σπιτοσπουργίτι on the Greek Wikipedia.Wikipedia el