Definify.com
Definition 2024
σπούδασμα
σπούδασμα
Greek
Noun
σπούδασμα • (spoúdasma) n (plural σπουδάσματα)
- (education) education
Declension
declension of σπούδασμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπούδασμα | σπουδάσματα |
genitive | σπουδάσματος | σπουδασμάτων |
accusative | σπούδασμα | σπουδάσματα |
vocative | σπούδασμα | σπουδάσματα |
Related terms
- see: σπουδή f (spoudí, “study”)