Home
Search
Index
Definify.com
Definition
2025
στέρνο
στέρνο
See also:
στέρνα
and
στερνά
Greek
Noun
στέρνο
•
(
stérno
)
f
(
plural
στέρνα
)
(
anatomy
)
sternum
,
breastbone
chest
Declension
declension of
στέρνο
singular
plural
nominative
στέρνο
στέρνα
genitive
στέρνου
στέρνων
accusative
στέρνο
στέρνα
vocative
στέρνο
στέρνα
Similar Results