Definify.com
Definition 2024
στίξη
στίξη
Greek
Noun
στίξη • (stíxi) f (plural στίξεις)
- punctuation (the symbols and their use)
Declension
declension of στίξη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στίξη | στίξεις |
genitive | στίξης / στίξεως | στίξεων |
accusative | στίξη | στίξεις |
vocative | στίξη | στίξεις |
Derived terms
- σημείο στίξης
See also
- Appendix:Greek punctuation