Definify.com
Definition 2024
σταγονίδιο
σταγονίδιο
Greek
Noun
σταγονίδιο • (stagonídio) n (plural σταγονίδια)
Declension
declension of σταγονίδιο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταγονίδιο | σταγονίδια |
genitive | σταγονιδίου | σταγονιδίων |
accusative | σταγονίδιο | σταγονίδια |
vocative | σταγονίδιο | σταγονίδια |