Definify.com
Definition 2024
σταφυλίτης
σταφυλίτης
Greek
Noun
σταφυλίτης • (stafylítis) m (plural σταφυλίτες)
- Alternative form of σταφυλή (stafylí)
Declension
declension of σταφυλίτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταφυλίτης | σταφυλίτες |
genitive | σταφυλίτη | σταφυλιτών |
accusative | σταφυλίτη | σταφυλίτες |
vocative | σταφυλίτη | σταφυλίτες |