Definify.com
Definition 2024
σταχανοβίτισσα
σταχανοβίτισσα
Greek
Noun
σταχανοβίτισσα • (stachanovítissa) f (plural σταχανοβίτισσες, masculine σταχανοβίτης)
Declension
declension of σταχανοβίτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σταχανοβίτισσα | σταχανοβίτισσες |
genitive | σταχανοβίτισσας | σταχανοβιτισσών |
accusative | σταχανοβίτισσα | σταχανοβίτισσες |
vocative | σταχανοβίτισσα | σταχανοβίτισσες |
Related terms
- see: σταχανοβισμός m (stachanovismós, “Stakhanovism”)
External links
- Σταχανοβισμός on the Greek Wikipedia.Wikipedia el