Definify.com

Definition 2024


σταχτοτσικνιάς

σταχτοτσικνιάς

Greek

Noun

σταχτοτσικνιάς (stachtotsikniás) m (plural σταχτοτσικνιάδες)

  1. grey heron (Ardea cinerea)

Declension

See also