Definify.com
Definition 2024
στενογράφος
στενογράφος
Greek
Noun
στενογράφος • (stenográfos) m, f (plural στενογράφοι)
- (UK) shorthand typist
- (US) stenographer
Declension
declension of στενογράφος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στενογράφος | στενογράφοι |
genitive | στενογράφου | στενογράφων |
accusative | στενογράφο | στενογράφους |
vocative | στενογράφε | στενογράφοι |