Definify.com
Definition 2025
στηθόδεσμος
στηθόδεσμος
Greek
Noun
στηθόδεσμος • (stithódesmos) m (plural στηθόδεσμοι)
Declension
declension of στηθόδεσμος
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στηθόδεσμος | στηθόδεσμοι |
genitive | στηθόδεσμου / στηθοδέσμου | στηθόδεσμων / στηθοδέσμων |
accusative | στηθόδεσμο | στηθόδεσμους / στηθοδέσμους |
vocative | στηθόδεσμε | στηθόδεσμοι |
Synonyms
- σουτιέν n (soutién)