Definify.com
Definition 2024
στιγμιότυπο
στιγμιότυπο
Greek
Noun
στιγμιότυπο • (stigmiótypo) n (plural στιγμιότυπα)
- (photography) snapshot, snap
- (figuratively) brief description
- (computing) screenshot
Declension
declension of στιγμιότυπο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιγμιότυπο | στιγμιότυπα |
genitive | στιγμιότυπου / στιγμιοτύπου | στιγμιότυπων / στιγμιοτύπων |
accusative | στιγμιότυπο | στιγμιότυπα |
vocative | στιγμιότυπο | στιγμιότυπα |