Definify.com
Definition 2024
στιλέτο
στιλέτο
Greek
Noun
στιλέτο • (stiléto) n (plural στιλέτα)
Declension
declension of στιλέτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιλέτο | στιλέτα |
genitive | στιλέτου | στιλέτων |
accusative | στιλέτο | στιλέτα |
vocative | στιλέτο | στιλέτα |