Definify.com
Definition 2024
στιφάδο
στιφάδο
Greek
Alternative forms
- στυφάδο n (styfádo)
Noun
στιφάδο • (stifádo) n (plural στιφάδα)
Declension
declension of στιφάδο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιφάδο | στιφάδα |
genitive | στιφάδου | στιφάδων |
accusative | στιφάδο | στιφάδα |
vocative | στιφάδο | στιφάδα |