Definify.com
Definition 2024
στιχάριο
στιχάριο
Greek
Noun
στιχάριο • (stichário) n (plural στιχάρια)
Declension
declension of στιχάριο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στιχάριο | στιχάρια |
genitive | στιχαρίου | στιχαρίων |
accusative | στιχάριο | στιχάρια |
vocative | στιχάριο | στιχάρια |
External links
- στιχάριο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el