Definify.com
Definition 2024
στοιχείο
στοιχείο
See also: στοιχειό
Greek
Noun
στοιχείο • (stoicheío) n (plural στοιχεία)
- unit, element, cell (a portion of a whole)
- (chemistry) element
- (sciences, mathematics) item of data, piece of information
- (typography) letter, piece of type
- (electricity) cell, battery
- (statistics) subset of a population
Declension
declension of στοιχείο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στοιχείο | στοιχεία |
genitive | στοιχείου | στοιχείων |
accusative | στοιχείο | στοιχεία |
vocative | στοιχείο | στοιχεία |
Synonyms
- δεδομένο n (dedoméno)
Related terms
- γραμματοστοιχείο n (grammatostoicheío, “font, fount”)