Definify.com
Definition 2024
στοιχειακός
στοιχειακός
Ancient Greek
Adjective
στοιχειᾰκός • (stoikheiakós) m (feminine στοιχειᾰκή, neuter στοιχειᾰκόν); first/second declension
- literal, alphabetic
- 1115 – 1195, Eustathius of Thessalonica, Collected Works 35.24
-
Declension
Declension of στοιχειᾰκός; στοιχειᾰκή; στοιχειᾰκόν
Number | Singular | Dual | Plural | ||||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case/Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | ||||
Nominative | στοιχειᾰκός | στοιχειᾰκή | στοιχειᾰκόν | στοιχειᾰκώ | στοιχειᾰκᾱ́ | στοιχειᾰκώ | στοιχειᾰκοί | στοιχειᾰκαί | στοιχειᾰκᾰ́ | ||||
Genitive | στοιχειᾰκοῦ | στοιχειᾰκῆς | στοιχειᾰκοῦ | στοιχειᾰκοῖν | στοιχειᾰκαῖν | στοιχειᾰκοῖν | στοιχειᾰκῶν | στοιχειᾰκῶν | στοιχειᾰκῶν | ||||
Dative | στοιχειᾰκῷ | στοιχειᾰκῇ | στοιχειᾰκῷ | στοιχειᾰκοῖν | στοιχειᾰκαῖν | στοιχειᾰκοῖν | στοιχειᾰκοῖς | στοιχειᾰκαῖς | στοιχειᾰκοῖς | ||||
Accusative | στοιχειᾰκόν | στοιχειᾰκήν | στοιχειᾰκόν | στοιχειᾰκώ | στοιχειᾰκᾱ́ | στοιχειᾰκώ | στοιχειᾰκούς | στοιχειᾰκᾱ́ς | στοιχειᾰκᾰ́ | ||||
Vocative | στοιχειᾰκέ | στοιχειᾰκή | στοιχειᾰκόν | στοιχειᾰκώ | στοιχειᾰκᾱ́ | στοιχειᾰκώ | στοιχειᾰκοί | στοιχειᾰκαί | στοιχειᾰκᾰ́ | ||||
Derived forms | Adverb | Comparative | Superlative | ||||||||||
στοιχειᾰκῶς | στοιχειᾰκώτερος | στοιχειᾰκώτᾰτος | |||||||||||
Notes: | This table gives Attic inflectional endings. For declension in dialects other than Attic, see Appendix:Ancient Greek dialectal declension. |
Derived terms
- στοιχειᾰκῶς (stoikheiakôs)
References
- στοιχειακός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στοιχειᾰκός» on page 1,432/2 of Liddell & Scott’s Greek–English Lexicon (8th ed., 1897), Oxford: At the Clarendon Press