Definify.com
Definition 2024
στομάχι
στομάχι
Greek
Alternative forms
- στόμαχος m (stómachos) (literary)
Noun
στομάχι • (stomáchi) n (plural στομάχια)
Declension
declension of στομάχι
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στομάχι | στομάχια |
genitive | στομαχιού | στομαχιών |
accusative | στομάχι | στομάχια |
vocative | στομάχι | στομάχια |
Related terms
- στομαχόπονος m (stomachóponos, “stomach ache”)
- στόμα n (stóma, “mouth”)
Coordinate terms
- κοιλιά f (koiliá, “belly, tummy”)
External links
- Στόμαχος on the Greek Wikipedia.Wikipedia el