Definify.com
Definition 2024
στοματικά
στοματικά
Greek
Adjective
στοματικά • (stomatiká)
- Nominative neuter plural form of στοματικός (stomatikós).
- Accusative neuter plural form of στοματικός (stomatikós).
- Vocative neuter plural form of στοματικός (stomatikós).