Definify.com
Definition 2024
στοχαστικός
στοχαστικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /stoxastikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /stoxastikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /stoxastikós/
Adjective
στοχαστικός • (stokhastikós) m (feminine στοχαστική, neuter στοχαστικόν); first/second declension
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | στοχαστικός | στοχαστική | στοχαστικόν | στοχαστικώ | στοχαστικᾱ́ | στοχαστικώ | στοχαστικοί | στοχαστικαί | στοχαστικᾰ́ | |||
Genitive | στοχαστικοῦ | στοχαστικῆς | στοχαστικοῦ | στοχαστικοῖν | στοχαστικαῖν | στοχαστικοῖν | στοχαστικῶν | στοχαστικῶν | στοχαστικῶν | |||
Dative | στοχαστικῷ | στοχαστικῇ | στοχαστικῷ | στοχαστικοῖν | στοχαστικαῖν | στοχαστικοῖν | στοχαστικοῖς | στοχαστικαῖς | στοχαστικοῖς | |||
Accusative | στοχαστικόν | στοχαστικήν | στοχαστικόν | στοχαστικώ | στοχαστικᾱ́ | στοχαστικώ | στοχαστικούς | στοχαστικᾱ́ς | στοχαστικᾰ́ | |||
Vocative | στοχαστικέ | στοχαστική | στοχαστικόν | στοχαστικώ | στοχαστικᾱ́ | στοχαστικώ | στοχαστικοί | στοχαστικαί | στοχαστικᾰ́ | |||
References
- στοχαστικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στοχαστικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette