Definify.com
Definition 2024
στρίγκλισμα
στρίγκλισμα
Greek
Noun
στρίγκλισμα • (strínklisma) n (plural στριγκλίσματα)
- screech, screeching; squeal (action and noise made)
Declension
declension of στρίγκλισμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρίγκλισμα | στριγκλίσματα |
genitive | στριγκλίσματος | στριγκλισμάτων |
accusative | στρίγκλισμα | στριγκλίσματα |
vocative | στρίγκλισμα | στριγκλίσματα |