Definify.com
Definition 2024
στρατσιατέλα
στρατσιατέλα
Greek
Noun
στρατσιατέλα • (stratsiatéla) f (plural στρατσιατέλες)
- stracciatella (soup)
- (in the singular) stracciatella (ice cream)
Declension
declension of στρατσιατέλα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στρατσιατέλα | στρατσιατέλες |
genitive | στρατσιατέλας | — |
accusative | στρατσιατέλα | στρατσιατέλες |
vocative | στρατσιατέλα | στρατσιατέλες |