Definify.com
Definition 2024
στυλοβάτης
στυλοβάτης
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /styloβátis/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /stylovátis/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /stilovátis/
Noun
στυλοβάτης • (stulobátēs) m (genitive στυλοβάτου); first declension
- the base of a column, stylobate
- Plato Comicus, Festivals 12
- Vitruvius, 3 3
- Vitruvius, 4 7
-
Inflection
First declension of στυλοβάτης, στυλοβάτου
Case / # | Singular | Dual | Plural |
---|---|---|---|
Nominative | στυλοβάτης | στυλοβάτᾱ | στυλοβάται |
Genitive | στυλοβάτου | στυλοβάταιν | στυλοβατῶν |
Dative | στυλοβάτῃ | στυλοβάταιν | στυλοβάταις |
Accusative | στυλοβάτην | στυλοβάτᾱ | στυλοβάτᾱς |
Vocative | στυλοβάτη | στυλοβάτᾱ | στυλοβάται |
References
- στυλοβάτης in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στυλοβάτης» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- LSJ 8th edition
Greek
Noun
στυλοβάτης • (stylovátis) m (plural στυλοβάτες, feminine στυλοβάτρια or στυλοβάτισσα)
- pillar
- (architecture) stylobate
- (figuratively) backer, financial backer
- (figuratively) founder, mainstay
Declension
declension of στυλοβάτης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | στυλοβάτης | στυλοβάτες |
genitive | στυλοβάτη | στυλοβατών |
accusative | στυλοβάτη | στυλοβάτες |
vocative | στυλοβάτη | στυλοβάτες |