Definify.com
Definition 2024
στυπτικός
στυπτικός
Ancient Greek
- (4th AD Koine) IPA(key): /styptikós/
- (10th AD Byzantine) IPA(key): /styftikós/
- (15th AD Constantinopolitan) IPA(key): /stiftikós/
Adjective
στυπτικός • (stuptikós) m (feminine στυπτική, neuter στυπτικόν); first/second declension
Inflection
First and second declension of στυπτικός, στυπτική, στυπτικόν
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | στυπτικός | στυπτική | στυπτικόν | στυπτικώ | στυπτικᾱ́ | στυπτικώ | στυπτικοί | στυπτικαί | στυπτικᾰ́ | |||
Genitive | στυπτικοῦ | στυπτικῆς | στυπτικοῦ | στυπτικοῖν | στυπτικαῖν | στυπτικοῖν | στυπτικῶν | στυπτικῶν | στυπτικῶν | |||
Dative | στυπτικῷ | στυπτικῇ | στυπτικῷ | στυπτικοῖν | στυπτικαῖν | στυπτικοῖν | στυπτικοῖς | στυπτικαῖς | στυπτικοῖς | |||
Accusative | στυπτικόν | στυπτικήν | στυπτικόν | στυπτικώ | στυπτικᾱ́ | στυπτικώ | στυπτικούς | στυπτικᾱ́ς | στυπτικᾰ́ | |||
Vocative | στυπτικέ | στυπτική | στυπτικόν | στυπτικώ | στυπτικᾱ́ | στυπτικώ | στυπτικοί | στυπτικαί | στυπτικᾰ́ | |||
References
- στυπτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «στυπτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette