Definify.com
Definition 2024
στόμιο_υδροληψίας
στόμιο υδροληψίας
Greek
Noun
στόμιο υδροληψίας • (stómio ydrolipsías) n (plural στόμια υδροληψίας)
Declension
- see: στόμιο (stómio)
στόμιο υδροληψίας • (stómio ydrolipsías) n (plural στόμια υδροληψίας)