Definify.com

Definition 2024


συγκαταθετικός

συγκαταθετικός

Ancient Greek

Adjective

συγκαταθετικός (sunkatathetikós) m (feminine συγκαταθετική, neuter συγκαταθετικόν); first/second declension

  1. approving, assenting; affirmative

Inflection

References