Definify.com
Definition 2024
συγκομιδή
συγκομιδή
Greek
Noun
συγκομιδή • (synkomidí) f (plural συγκομιδές)
- harvest (the crop gathered in and the process of gathering)
- (figuratively) the accumulation of goods or riches
Declension
declension of συγκομιδή
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκομιδή | συγκομιδές |
genitive | συγκομιδής | συγκομιδών |
accusative | συγκομιδή | συγκομιδές |
vocative | συγκομιδή | συγκομιδές |
Synonyms
- (gathered crop): σοδειά f (sodeiá)
See also
- καρπός m (karpós, “grain, fruit”)