Definify.com
Definition 2024
συγκρότημα
συγκρότημα
Greek
Noun
συγκρότημα • (synkrótima) f (plural συγκροτήματα)
Declension
declension of συγκρότημα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συγκρότημα | συγκροτήματα |
genitive | συγκροτήματος | συγκροτημάτων |
accusative | συγκρότημα | συγκροτήματα |
vocative | συγκρότημα | συγκροτήματα |
Synonyms
- (music): see: ορχήστρα f (orchístra, “orchestra, band”)